ταμιοῦχος

ταμιοῦχος
ταμιοῦχος
having charge of the store-room
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ταμιούχος — ὁ, ἡ, ΜΑ οικονόμος σπιτιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταμῖον / ταμεῖον + οῦχος* (< ἔχω)] …   Dictionary of Greek

  • ταμιοῦχοι — ταμιοῦχος having charge of the store room masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταμιούχου — ταμιοῦχος having charge of the store room masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… …   Dictionary of Greek

  • ταμιουχία — ἡ, Μ [ταμιοῡχος] διατήρηση, συντήρηση …   Dictionary of Greek

  • ταμιουχώ — και ταμειουχῶ, έω, Μ [ταμιοῡχος] έχω την επιστασία τού ταμείου …   Dictionary of Greek

  • ИКОНОМИЯ — [греч. οἰκονομία, букв. «домостроительство»], один из важнейших принципов церковного правотворчества, правоприменительной практики и душепопечения. В наст. время под И. понимается обычно отступление от безусловного и точного исполнения… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”